- ἀλύτρωτος
- ἀλύτρωτοςnot redeemedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλύτρωτος — η, ο (Α ἀλύτρωτος, ον) αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί νεοελλ. 1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους… … Dictionary of Greek
αλύτρωτος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο δε δόθηκαν τα λύτρα να ελευθερωθεί: Έμεινε πολύ καιρό αλύτρωτος, γιατί τα λύτρα που ζητήθηκαν ήταν πολλά κι έπρεπε να βρεθούν. 2. ο υπόδουλος, αυτός που βρίσκεται κάτω από ξένη εξουσία: Υπήρχαν τότε στην Ιωνία δύο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλύτρωτον — ἀλύτρωτος not redeemed masc/fem acc sg ἀλύτρωτος not redeemed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτρωτα — ἀλύτρωτος not redeemed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nikólaos Plastíras — Νικόλαος Πλαστήρας Mandats Premier ministre grec … Wikipédia en Français
αλυτρωσιά — η [αλύτρωτος] έλλειψη λυτρωμού, σκλαβιά, δουλεία … Dictionary of Greek
αλυτρωτικός — ή, ό [αλύτρωτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αλύτρωτους, τους υπόδουλους … Dictionary of Greek
αλυτρωτισμός — ο πολιτική, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλύτρωτος + παραγ. κατάλ. ισμός απόδοση στα Ελληνικά τού ιταλ. όρου irredentismo] … Dictionary of Greek
ανελευθέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί να ελευθερωθεί, αλύτρωτος 2. αυτός που δεν απαλλάχθηκε από τά βάρη … Dictionary of Greek